αμάλλιαστος

αμάλλιαστος
και -γος, -η, -ο
1. αυτός που δεν έχει μαλλιά, τρίχες, άμαλλος, άτριχος
2. αυτός που δεν απέκτησε ακόμη μαλλιά, τρίχες ή φτερά, πούπουλα προκειμένου για πτηνά
3. (για πέτρες) αυτή, που επάνω της δεν φύτρωσε χόρτο, φυτό
4. (για αγόρια) ο μικρής ηλικίας, άπειρος, άβγαλτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + μαλλιαστός < μαλλιάζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμάλλιαστος, -η — ο και αμάλλιαγος, η, ο αυτός που δεν έχει βγάλει μαλλιά (για πουλιά, πούπουλα), ο ανήλικος: Ήταν ακόμη παιδί αμάλλιαστο κι άπραγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμάλλιαγος — η, ο βλ. αμάλλιαστος …   Dictionary of Greek

  • αμάλλωτος — η, ο [μαλλωτός] ο αμάλλιαστος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”